φήνη

φήνη
ἡ, Α
1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό τής Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā- / *bh(e)ә2- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό τού τόνου— τού θηλ. ενός επιθ. με επίθημα -νό-ς δηλωτικού χρώματος (πρβλ. κελαι-νός, περκ-νός). Αρχική, επομένως, σημ. τού επιθ. αυτού θα ήταν η σημ. «λαμπρός, φωτεινός» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φηνός·λαμπρός, ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη δήλωση τού πτηνού αυτού μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό λευκό χρώμα τού κεφαλιού και το υπόξανθο χρώμα τής κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας πρβλ. κύκνος, μόρφνος. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. φήνη, φηνός ανάγονται στη ρίζα τής λ. φῶς, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -σ-, *φᾱσ-νο- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhās-a- «φως, λάμψη», το οποίο χρησιμοποιείται και ως ονομασία πτηνού
για την παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας βλ. και λ. φημί). Τέλος, οι συνδέσεις τής λ. με τη λ. φωνή ή με το αρχ. νορβ. bani «δολοφόνος» δεν θεωρούνται πιθανές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φήνη — vulture fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήνῃ — φαίνω A ren. aor subj mid 2nd sg φαίνω A ren. aor subj act 3rd sg φήνη vulture fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φήνη — Φήνευς masc nom/voc/acc dual Φήνευς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φήνῃ — Φήνηι , Φήνευς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήνην — φήνη vulture fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήνης — φήνη vulture fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίνις — ὁ, Α (δ. γρφ.) φήνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί τού φήνη] …   Dictionary of Greek

  • φήνας — φήνᾱς , φαίνω A ren. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) φήνᾱς , φήνη vulture fem acc pl φήνᾱς , φήνη vulture fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FULICA — apud Virg. Georg. l. 1. ubi de signis imminentis tempestaris, v. 362. cumque marinae In sicco ludunt fulicae Graec. αἰθυἱα est nonnullis, quo tamen nomine potius mergus venire solet. Plin. est ἰρωδιὸς, h. e. ardea. l. 18. c. 35. ubi de avibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”